- ευριπιδικώς
- εὐριπιδικώς (Α) [Ευριπίδης]επίρρ. κατά τον τρόπο τού Ευριπίδη, όπως ο Ευριπίδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐριπιδικῶς — like Euripides indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)